- κη
- (I)κῆ (Α)(αιολ. τ.) βλ. εκεί.————————(II)κῇ (Α)ιων. τ.1. (αντί πῄ ή ποῑ) πού, σε ποιο σημείο («σκοπέειν δὲ χρή παντός χρήματος τήν τελευτήν κή ἀποβήσεται», Ηρόδ.)2. (εγκλιτ.) (αντί πη ή που) κάπως, κάπου («ταῡτα μὲν νῡν οὕτω κῇ ἐγένετο», Ηρόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. που].
Dictionary of Greek. 2013.